απόσωσμα

απόσωσμα
το, -ατος
το αποτέλειωμα, το τελευταίο μέρος από ένα πράγμα: Ήρθες πάνω στ' απόσωσμα του θέρου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • απόσωσμα — το (Μ ἀπόσωσμα) ό,τι προσθέτει κανείς νεοελλ. 1. η συμπλήρωση, η ολοκλήρωση μιας εργασίας 2. η άκρη ενός πράγματος 3. το τελευταίο παιδί, το στερνογένι 4. ό,τι έχει απομείνει από ποσότητα υγρού, κυρίως κρασιού μσν. φτάσιμο, άφιξη …   Dictionary of Greek

  • σώσμα — το το τελευταίο κρασί του βαρελιού, το απόσωσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”